Η αναγκαιότητα επαναφοράς της Εισαγγελικής παραγγελίας για "συστάσεις" ύστερα από παράπονα
Η "αίτηση" για συστάσεις με Εισαγγελική παραγγελία στο Αστυνομικό τμήμα, με την οποία ένας πολίτης ζητούσε (συνήθως μέσω του πληρεξουσίου δικηγόρου του) να γίνουν "συστάσεις" σ έναν άλλο πολίτη κατά του οποίου είχε παράπονα καταργήθηκε προ διετίας λόγω της πανδημίας του κορονοϊού. Ακριβέστερα, καταργήθηκε η παραγγελία του Εισαγγελέα όπου προσέφευγε ο παραπονούμενος με γραπτή αίτηση, διατηρήθηκε όμως η αίτηση απευθείας στο Αστυνομικό τμήμα, όπου κάθε πολίτης ανέκαθεν μπορούσε και μπορεί να προσφύγει, προφορικά ή γραπτά, για να υποβάλει παράπονα σε βάρος κάποιου άλλου πολίτη και να ζητήσει να του γίνουν οι δέουσες συστάσεις από την Αστυνομία.
Η κατάργηση της Εισαγγελικής παραγγελίας ήταν ένα πρόσκαιρο μέτρο κοινωνικής αποστασιοποίησης, ώστε να ελεγχθεί η επέκταση της πανδημίας του κορονοϊού μέσω της ελαχιστοποίησης της στενής επαφής μεταξύ των ατόμων, χωρίς, βεβαίως, να καταργηθεί η απευθείας προσφυγή του παραπονούμενου στο Αστυνομικό τμήμα για την υποβολή των παραπόνων του, προκειμένου ο Αξιωματικός υπηρεσίας να προβεί στις αιτούμενες συστάσεις!
Σήμερα, ενόψει της υποχώρησης της πανδημίας, η πρακτική της κοινωνικής αποστασιοποίησης έχει ήδη πάψει να εφαρμόζεται ως υγειονομικό μέτρο, οπότε δεν μπορεί να αποτελεί ακόμη δικαιολογία για τη μη πλήρη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών και την αποφυγή της προσωπικής επαφής. Συνεπώς, η παλαιά πρακτική της Εισαγγελικής παραγγελίας για συστάσεις προς πολίτες πρέπει να επαναφερθεί, όχι μόνο επειδή εξέλιπε ο λόγος της κατάργησής της αλλά και για τους εξής ειδικότερους λόγους:
Η αίτηση με Εισαγγελική παραγγελία συνήθως συντάσσεται από τον Πληρεξούσιο δικηγόρο του παραπονούμενου και στη συνέχεια ελέγχεται από τον Εισαγγελέα, ο οποίος έτσι λαμβάνει γνώση του περιεχομένου της, σχηματίζει γνώμη για το σύννομο ή όχι χαρακτήρα της και για το νομικό χαρακτηρισμό των καταγγελλομένων πράξεων (π.χ. κατ' έγκληση ή αυτεπάγγελτα διωκόμενα αδικήματα κλπ) και δίνει τη σχετική έγκριση.
Παράλληλα, το περιεχόμενο της παραγγελίας συνιστά έναν ασφαλή και νόμιμο πρακτικό οδηγό για τις ενέργειες του Αστυνομικού, που περιέχει ταυτόχρονα κι ένα προληπτικό ιεραρχικό έλεγχο στις πράξεις του, δεδομένου ότι του αναθέτει τη διεκπεραίωσή της, αναγκάζοντάς τον να την εκτελέσει σύντομα και σύννομα.
Επιπλέον, όμως, η Εισαγγελική παραγγελία συνεπάγεται και τη δυνατότητα κατασταλτικού ελέγχου, αφού ο αξιωματικός υπηρεσίας ενδέχεται να κληθεί αργότερα να λογοδοτήσει στον αρμόδιο Εισαγγελέα, αν δεν προβεί έγκαιρα ή σύννομα στις σχετικές ενέργειες.
Όλα τα παραπάνω πλεονεκτήματα, όμως, δεν υπάρχουν πια, αφού ο πολίτης, μετά την προαναφερθείσα κατάργηση της Εισαγγελικής παραγγελίας, στο εξής μπορεί να απευθύνει την αίτηση παραπόνων του μόνο απευθείας στο Αστυνομικό τμήμα. Έτσι, ο αξιωματικός υπηρεσίας που ακούει τα παράπονα ή παραλαμβάνει τη γραπτή αίτηση και τη "χρεώνεται" -που μπορεί να είναι ακόμη και υπαρχιφύλακας, χωρίς πείρα και επαρκείς νομικές γνώσεις- οφείλει να την εκτελέσει με δική του πρωτοβουλία και ενέργεια, που εξαρτάται από την απόλυτη εξουσία του και τη διακριτική ευχέρειά του, προβαίνοντας στις κατά την κρίση του συστάσεις στο πρόσωπο κατά του οποίου στρέφονται τα παράπονα. Συνεπώς, ο αστυνομικός δεν ελέγχεται από κανένα ιεραρχικά ανώτερο ούτε για την ταχεία ούτε για τη σύννομη ούτε γι' αυτή καθαυτή την υλοποίηση των συστάσεων του παραπονούμενου πολίτη.
Μάλιστα, αν ο παραπονούμενος παραδώσει και σχετική γραπτή αίτηση με το περιεχόμενο των παραπόνων του -συχνά οι γραπτές αυτές αιτήσεις ούτε καν πρωτοκολλώνται ούτε, συνεπώς, παραδίδεται σχετικός αριθμός πρωτοκόλλου στον αιτούντα ως αποδεικτικό στοιχείο- στην πράξη ο αξιωματικός υπηρεσίας την πετάει συνήθως στα σκουπίδια και σημειώνει ό,τι θέλει, όποτε θέλει ή ακόμα και τίποτα στο Βιβλίο αδικημάτων και συμβάντων (Β.Α.Σ,)! Κι αυτό γιατί, όπως προαναφέρθηκε, δεν υπάρχει καμία δυνατότητα Εισαγγελικού ή αστυνομικού ιεραρχικού ελέγχου, είτε προληπτικά είτε κατασταλτικά, στις πράξεις του Αστυνομικού! Αυτή όμως είναι μια πρακτική παράνομη και αντίθετη με το κράτος δικαίου, την αρχή της νομιμότητας των πράξεων της Διοίκησης αλλά και το πνεύμα εξυπηρέτησης του πολίτη σε μια ευνομούμενη Πολιτεία, όπου κανένας δημόσιος λειτουργός, πολλώ μάλλον Αστυνομικός, δεν επιτρέπεται να είναι ανεξέλεγκτος στην εκτέλεση των καθηκόντων του!
Στο παρελθόν, πολλά Αστυνομικά τμήματα, στις περιπτώσεις παραπόνων ακολουθούσαν την αντίστροφη πρακτική, δηλαδή παρέπεμπαν πάντοτε τους πολίτες στον Εισαγγελέα Παραπόνων, προκειμένου να λάβουν απ αυτόν και να προσκομίσουν στο Αστυνομικό τμήμα εισαγγελική παραγγελία, ακόμα και για την επίλυση μιας ασήμαντης αστικής φύσεως διαφοράς. Αλλά και η πρακτική αυτή επίσης δεν ήταν ορθή, αφού υπέβαλε σε περιττή ταλαιπωρία τους πολίτες που επιθυμούσαν να παραπονεθούν απευθείας στο Αστυνομικό τμήμα.
Είναι βέβαιο ότι τα καθήκοντα του Αξιωματικού υπηρεσίας είναι και δύσκολα και υπεύθυνα και απαιτούν αφοσίωση στο καθήκον και καλές νομικές γνώσεις -ουσιαστικά ο αξιωματικός υπηρεσίας λειτουργεί ως ένας γρήγορος και άμεσος δικαστής για τις υποθέσεις που του τυχαίνουν στη βάρδιά του- γεγονός που αποθαρρύνει τους αστυνομικούς να αναλάβουν τα σχετικά καθήκοντα και να τα εκτελέσουν σύννομα και σχολαστικά!
Είναι βέβαιο ότι τα καθήκοντα του Αξιωματικού υπηρεσίας είναι και δύσκολα και υπεύθυνα και απαιτούν αφοσίωση στο καθήκον και καλές νομικές γνώσεις -ουσιαστικά ο αξιωματικός υπηρεσίας λειτουργεί ως ένας γρήγορος και άμεσος δικαστής για τις υποθέσεις που του τυχαίνουν στη βάρδιά του- γεγονός που αποθαρρύνει τους αστυνομικούς να αναλάβουν τα σχετικά καθήκοντα και να τα εκτελέσουν σύννομα και σχολαστικά!
Συμπερασματικά, λοιπόν, η προαιρετική, δηλαδή κατόπιν ελεύθερης επιλογής του παραπονούμενου, γραπτή Εισαγγελική παραγγελία είναι η μόνη ορθή πρακτική, καθόσον, πέραν της δυνατότητας άσκησης ιεραρχικού ελέγχου, προσφέρει στον Αξιωματικό υπηρεσίας του Αστυνομικού τμήματος έναν ασφαλή και πρακτικό οδηγό με τις ενέργειες που οφείλει να κάνει για το χειρισμό της συγκεκριμένης υπόθεσης κατά την άσκηση του καθήκοντός του, προς αποφυγή λαθών, αυθαιρεσιών και ολιγωρίας.-
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου