Ο Κανάρης
.... Ζούσε τότες στο νησί του μια όμορφη κοπέλα, η Δέσποινα Μανιάτη. Κάθε φορά που την έβλεπε έλεγε κι αντικαθρεφτίζονταν τα πέλαγα στα μάτια της. Φουντωμένος από τη νιότη του, ερωτοχτυπήθηκε μαζί της. Μπροστά όμως στον πόθο της καρδιάς του ορθωνόταν τρανό εμπόδιο. Τα γονικά του 'τοιμάζανε τη Δέσποινα, όπως ήταν η συνήθεια κείνου του καιρού, για γυναίκα του μεγαλύτερου αδελφού του, του Αναγνώστη. Κι όσο συλλογιόταν πως τούτο το κορμί, το χαϊδολογημένο ως τότες μονάχα από το μελτέμι, θα το χαιρόταν άλλος, ας είναι κι αδελφός, τόσο μαράζωνε. Περήφανος καθώς ήταν, κράταγε κρυφό το μεράκι του και δεν τ' ομολογούσε σε κανέναν. Μόνο που γίνηκε πιο δύσκολος από πριν, πιο λογομίλητος, πιο αποτραβηγμένος.
- Τι έχεις Κωνσταντή, τον ρώταγαν οι δικοί του.
- Τίποτις. Να, θέλω να πάω να γίνω καλόγερος... αποκρινόταν κοκκινίζοντας.
Τέλος κατάλαβαν το μαράζι που τον έτρωγε κι αντί να δώσουν τη Δέσποινα στον Αναγνώστη, την πάντρεψαν, γύρω από το 1817, με τον Κωνσταντή. Κι ο Κωνσταντής δεν γίνηκε καλόγερος, μα μπουρλοτιέρης...
(Κανάρης, Δημήτρη Φωτιάδη, σελ. 25 εκδ. Ζαχαρόπουλος)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου