"Δέσμευση" και "σεβασμός" στις δικαστικές αποφάσεις. Οι έννοιες των λέξεων (Απλά μαθήματα δικαίου και γλωσσολογίας)
Η "δέσμευση" και ο "σεβασμός" είναι δύο λέξεις με διαφορετικές έννοιες, που, όταν αναφέρονται σε νομικές υποχρεώσεις, εν μέρει μόνο συμπίπτουν! Συχνά, βέβαια, χρησιμοποιούμε αδιακρίτως τη μια λέξη στη θέση της άλλης. Ειδικότερα:
1. "Δέσμευση" είναι η ανάληψη μιας νομικής υποχρέωσης (ενοχική δέσμευση) ή ο περιορισμός που προέρχεται απ' αυτή, με τρόπο που μας αναγκάζει να διαμορφώσουμε ανάλογα την εξωτερική μας συμπεριφορά (π.χ. υποχρέωση να προσφέρουμε την εργασία μας σε ορισμένο εργοδότη, να πληρώσουμε τα χρήματα που μας καταδίκασε μια δικαστική απόφαση κλπ). Συνεπώς, η "δέσμευση" έχει νομικό περιεχόμενο και μας υποχρεώνει σε μια εξωτερική συμπεριφορά, δηλαδή να προβούμε σε μια πράξη, παράλειψη ή ανοχή, (π.χ. να εργαστούμε, να παραδώσουμε τα προϊόντα που πουλήσαμε, να μην πετάμε σκουπίδια στην πόρτα του γείτονα, να ανεχθούμε την επικοινωνία του εν διαστάσει συζύγου μας με το τέκνο κλπ.), διαφορετικά θα υποστούμε τις προβλεπόμενες από το νόμο συνέπειες (π.χ. κατάσχεση, πλειστηριασμός, έξωση, βίαιη αφαίρεση πράγματος, χρηματική ποινή κλπ.).Εφόσον, όμως, συμμορφωθούμε με το περιεχόμενο της (νομικής) δέσμευσης, έχουμε εκπληρώσει την υποχρέωσή μας και δεν ενδιαφέρει η εσωτερική μας στάση απέναντι σ' αυτή· δεν ενδιαφέρει δηλαδή αν πιστεύουμε ενδόμυχα αν αυτή είναι ορθή και ηθική ή όχι.
2. Ο "σεβασμός", αντίθετα, είναι η εκτίμηση ή ο θαυμασμός που αισθανόμαστε εσωτερικά, ενδόμυχα, για ένα πρόσωπο, μια κατάσταση, ένα θεσμό κλπ λόγω των αγαθών, των αρετών, των ικανοτήτων, των επιτευγμάτων ή των ευεργετημάτων τους ή η φροντίδα που εκούσια τους αποδίδουμε προκειμένου να διατηρήσουν την αξία που πιστεύουμε ότι έχουν. Ο "σεβασμός" δεν είναι νομική έννοια, ούτε έχει νομικές συνέπειες αλλά αναφέρεται στην ενδιάθετη, στην ψυχική και πνευματική κατάστασή μας, στο φρόνημα και στην εσωτερική στάση μας απέναντι σε πρόσωπα, καταστάσεις, θεσμούς κλπ (π.χ. ο σεβασμός που οφείλουμε σ' ένα γηραιότερο, σ' έναν ιερωμένο, στο θάνατο ενός συνανθρώπου μας, κατά την είσοδό μας σε μια εκκλησία κλπ).
Συμπέρασμα. Είναι, συνεπώς,δυνατό να δεσμευόμαστε για κάτι που δεν σεβόμαστε ή, αντίστροφα, να σεβόμαστε κάτι που δεν μας δεσμεύει. Έτσι π.χ. μπορεί να δεσμευόμαστε από μια δικαστική απόφαση, χωρίς να τη σεβόμαστε, δηλαδή συμμορφωνόμαστε εξωτερικά (π.χ. από φόβο και για να αποφύγουμε τις περαιτέρω δυσμενείς συνέπειες), χωρίς, ωστόσο, ενδόμυχα να πιστεύουμε στην ορθότητά της, χωρίς δηλαδή να τη σεβόμαστε, γιατί ακριβώς πιστεύουμε ότι είναι άδικη, εσφαλμένη, ανήθικη κλπ. Και αντίθετα, είναι δυνατό να σεβόμαστε κάτι ή κάποιον χωρίς να δεσμευόμαστε, όπως π.χ. να σεβόμαστε τις συμβουλές κάποιου χωρίς να δεσμευόμαστε απ' αυτές ή να σεβόμαστε μια θρησκεία χωρίς να δεσμευόμαστε να τηρήσουμε όσα αυτή επιτάσσει!
1. "Δέσμευση" είναι η ανάληψη μιας νομικής υποχρέωσης (ενοχική δέσμευση) ή ο περιορισμός που προέρχεται απ' αυτή, με τρόπο που μας αναγκάζει να διαμορφώσουμε ανάλογα την εξωτερική μας συμπεριφορά (π.χ. υποχρέωση να προσφέρουμε την εργασία μας σε ορισμένο εργοδότη, να πληρώσουμε τα χρήματα που μας καταδίκασε μια δικαστική απόφαση κλπ). Συνεπώς, η "δέσμευση" έχει νομικό περιεχόμενο και μας υποχρεώνει σε μια εξωτερική συμπεριφορά, δηλαδή να προβούμε σε μια πράξη, παράλειψη ή ανοχή, (π.χ. να εργαστούμε, να παραδώσουμε τα προϊόντα που πουλήσαμε, να μην πετάμε σκουπίδια στην πόρτα του γείτονα, να ανεχθούμε την επικοινωνία του εν διαστάσει συζύγου μας με το τέκνο κλπ.), διαφορετικά θα υποστούμε τις προβλεπόμενες από το νόμο συνέπειες (π.χ. κατάσχεση, πλειστηριασμός, έξωση, βίαιη αφαίρεση πράγματος, χρηματική ποινή κλπ.).Εφόσον, όμως, συμμορφωθούμε με το περιεχόμενο της (νομικής) δέσμευσης, έχουμε εκπληρώσει την υποχρέωσή μας και δεν ενδιαφέρει η εσωτερική μας στάση απέναντι σ' αυτή· δεν ενδιαφέρει δηλαδή αν πιστεύουμε ενδόμυχα αν αυτή είναι ορθή και ηθική ή όχι.
2. Ο "σεβασμός", αντίθετα, είναι η εκτίμηση ή ο θαυμασμός που αισθανόμαστε εσωτερικά, ενδόμυχα, για ένα πρόσωπο, μια κατάσταση, ένα θεσμό κλπ λόγω των αγαθών, των αρετών, των ικανοτήτων, των επιτευγμάτων ή των ευεργετημάτων τους ή η φροντίδα που εκούσια τους αποδίδουμε προκειμένου να διατηρήσουν την αξία που πιστεύουμε ότι έχουν. Ο "σεβασμός" δεν είναι νομική έννοια, ούτε έχει νομικές συνέπειες αλλά αναφέρεται στην ενδιάθετη, στην ψυχική και πνευματική κατάστασή μας, στο φρόνημα και στην εσωτερική στάση μας απέναντι σε πρόσωπα, καταστάσεις, θεσμούς κλπ (π.χ. ο σεβασμός που οφείλουμε σ' ένα γηραιότερο, σ' έναν ιερωμένο, στο θάνατο ενός συνανθρώπου μας, κατά την είσοδό μας σε μια εκκλησία κλπ).
Συμπέρασμα. Είναι, συνεπώς,δυνατό να δεσμευόμαστε για κάτι που δεν σεβόμαστε ή, αντίστροφα, να σεβόμαστε κάτι που δεν μας δεσμεύει. Έτσι π.χ. μπορεί να δεσμευόμαστε από μια δικαστική απόφαση, χωρίς να τη σεβόμαστε, δηλαδή συμμορφωνόμαστε εξωτερικά (π.χ. από φόβο και για να αποφύγουμε τις περαιτέρω δυσμενείς συνέπειες), χωρίς, ωστόσο, ενδόμυχα να πιστεύουμε στην ορθότητά της, χωρίς δηλαδή να τη σεβόμαστε, γιατί ακριβώς πιστεύουμε ότι είναι άδικη, εσφαλμένη, ανήθικη κλπ. Και αντίθετα, είναι δυνατό να σεβόμαστε κάτι ή κάποιον χωρίς να δεσμευόμαστε, όπως π.χ. να σεβόμαστε τις συμβουλές κάποιου χωρίς να δεσμευόμαστε απ' αυτές ή να σεβόμαστε μια θρησκεία χωρίς να δεσμευόμαστε να τηρήσουμε όσα αυτή επιτάσσει!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου