Απλά μαθήματα δικονομικού δικαίου. Και δωρεάν! (Τι σημαίνει «παραδεκτό» και «βάσιμο» μιας προσφυγής, αγωγής κ.λ.π.)
Με αφορμή την υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών που δικάζει το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), οφείλω να διευκρινίσω τα εξής:
Κάθε υπόθεση που εισάγεται στο δικαστήριο εξετάζεται από το δικαστή σε τρεις διαδοχικές φάσεις:
1. Παραδεκτό,
2. Νομικά βάσιμο και
3. Ουσιαστικά βάσιμο.
Μόνο όταν η μία φάση κριθεί νόμιμη ο δικαστής προχωράει στην επόμενη. και μόνο αν ο δικαστής κρίνει ότι μια προσφυγή ή αγωγή κλπ. είναι «ουσιαστικά βάσιμη» (τρίτη φάση), μόνο τότε θα δικαιωθεί ουσιαστικά ο προσφεύγων, ενάγων κλπ.. Αναλυτικότερα:
1. «Παραδεκτό» σημαίνει ότι ο δικαστής αρχικά εξετάζει τις τυπικές (διαδικαστικές) προϋποθέσεις που τηρήθηκαν (ή τυχόν δεν τηρήθηκαν) από τον προσφεύγοντα και αυτές βρέθηκαν νομικά ορθές και πλήρεις (π.χ. το δικόγραφο περιέχει σωστά τα στοιχεία των διαδίκων και υποβλήθηκε στο αρμόδιο δικαστήριο, τηρήθηκε η τυχόν υπάρχουσα προθεσμία, πληρώθηκαν τα τυχόν δικαστικά τέλη και παράβολα κλπ). Συνήθως, όλες οι υποθέσεις κρίνονται παραδεκτές, εκτός αν έχει κάνει κανένα λάθος ο δικηγόρος που συνέταξε το σχετικό δικόγραφο.
2. «Νομικά βάσιμο» σημαίνει ότι δικαστής στη συνέχεια εξετάζει αν το ιστορικό της υποθέσεως (δηλ τα πραγματικά περιστατικά της, τα γεγονότα) μπορεί να βασιστεί στους νόμους της Πολιτείας. Αν βρει ότι το ιστορικό αυτό μπορεί να υπαχθεί (να βασιστεί) στον κανόνα δικαίου που επικαλείται ο προσφεύγων τότε το αίτημα της προσφυγής είναι νομικά βάσιμο.
Π.χ. οι καναλάρχες ισχυρίζονται ότι ο νόμος περί τηλεοπτικών αδειών είναι αντισυνταγματικός διότι δεν οι άδειες δεν δόθηκαν από το ΕΣΡ (Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης), όπως προβλέπει το Σύνταγμα αλλά από τον αρμόδιο Υπουργό δυνάμει του νόμου που ψηφίστηκε από την Κυβέρνηση.
Αν ο δικαστής κρίνει το αίτημα της προσφυγής «νομικά βάσιμο», τότε προχωράει στην τρίτη και τελευταία φάση. Ας σημειωθεί ότι στην υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών, η υπόθεση πρέπει να κριθεί και «νομικά βάσιμη» γιατί το αίτημά της στηρίζεται (βασίζεται) στο νόμο, δηλαδή στο Σύνταγμα και στο νόμο περί τηλεοπτικών αδειών.
3. «Ουσιαστικά βάσιμο» σημαίνει ότι ο δικαστής, τέλος, εξετάζει εάν με την ψήφιση του σχετικού νόμου παραβιάστηκε το Σύνταγμα, δηλαδή αν είναι αντισυνταγματικός ο νόμος περί τηλεοπτικών αδειών που έδωσε την εξουσία στον Υπουργό να προκηρύξει διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες, δεδομένου ότι το Σύνταγμα προβλέπει ως αρμόδιο για το σκοπό αυτό το ΕΣΡ. Κατά τη γνώμη μου, η προσφυγή θα κριθεί «ουσιαστικά αβάσιμη» και θα απορριφθεί, οπότε θα θεωρηθεί συνταγματικός ο νόμος για τις τηλεοπτικές άδειες. Κι αυτό γιατί ήταν αντικειμενικά αδύνατη η σύσταση του ΕΣΡ (λόγω της άρνησης της Ν.Δ.να συμπράξει στο σχηματισμό του), οπότε, δυνάμει του «δικαίου της ανάγκης» -υπάρχει σχετική θεωρία σε όλα τα ευρωπαϊκά «δημόσια δίκαια»- καλώς έπραξε η Κυβέρνηση και ενήργησε σύμφωνα με το Σύνταγμα, ψηφίζοντας το νόμο περί τηλεοπτικών αδειών που έδωσε την εξουσία αυτή στον αρμόδιο υπουργό κ. Ν. Παπά, προκειμένου να δοθεί ένα τέλος στην χρονίζουσα παρανομία στο καθεστώς των τηλεοπτικών αδειών. Διατηρώ μια επιφύλαξη ως προς μια πιθανή κήρυξη αντισυνταγματικότητας του περιορισμού των τηλεοπτικών αδειών στις τέσσερις.-
1. Παραδεκτό,
2. Νομικά βάσιμο και
3. Ουσιαστικά βάσιμο.
Μόνο όταν η μία φάση κριθεί νόμιμη ο δικαστής προχωράει στην επόμενη. και μόνο αν ο δικαστής κρίνει ότι μια προσφυγή ή αγωγή κλπ. είναι «ουσιαστικά βάσιμη» (τρίτη φάση), μόνο τότε θα δικαιωθεί ουσιαστικά ο προσφεύγων, ενάγων κλπ.. Αναλυτικότερα:
1. «Παραδεκτό» σημαίνει ότι ο δικαστής αρχικά εξετάζει τις τυπικές (διαδικαστικές) προϋποθέσεις που τηρήθηκαν (ή τυχόν δεν τηρήθηκαν) από τον προσφεύγοντα και αυτές βρέθηκαν νομικά ορθές και πλήρεις (π.χ. το δικόγραφο περιέχει σωστά τα στοιχεία των διαδίκων και υποβλήθηκε στο αρμόδιο δικαστήριο, τηρήθηκε η τυχόν υπάρχουσα προθεσμία, πληρώθηκαν τα τυχόν δικαστικά τέλη και παράβολα κλπ). Συνήθως, όλες οι υποθέσεις κρίνονται παραδεκτές, εκτός αν έχει κάνει κανένα λάθος ο δικηγόρος που συνέταξε το σχετικό δικόγραφο.
2. «Νομικά βάσιμο» σημαίνει ότι δικαστής στη συνέχεια εξετάζει αν το ιστορικό της υποθέσεως (δηλ τα πραγματικά περιστατικά της, τα γεγονότα) μπορεί να βασιστεί στους νόμους της Πολιτείας. Αν βρει ότι το ιστορικό αυτό μπορεί να υπαχθεί (να βασιστεί) στον κανόνα δικαίου που επικαλείται ο προσφεύγων τότε το αίτημα της προσφυγής είναι νομικά βάσιμο.
Π.χ. οι καναλάρχες ισχυρίζονται ότι ο νόμος περί τηλεοπτικών αδειών είναι αντισυνταγματικός διότι δεν οι άδειες δεν δόθηκαν από το ΕΣΡ (Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης), όπως προβλέπει το Σύνταγμα αλλά από τον αρμόδιο Υπουργό δυνάμει του νόμου που ψηφίστηκε από την Κυβέρνηση.
Αν ο δικαστής κρίνει το αίτημα της προσφυγής «νομικά βάσιμο», τότε προχωράει στην τρίτη και τελευταία φάση. Ας σημειωθεί ότι στην υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών, η υπόθεση πρέπει να κριθεί και «νομικά βάσιμη» γιατί το αίτημά της στηρίζεται (βασίζεται) στο νόμο, δηλαδή στο Σύνταγμα και στο νόμο περί τηλεοπτικών αδειών.
3. «Ουσιαστικά βάσιμο» σημαίνει ότι ο δικαστής, τέλος, εξετάζει εάν με την ψήφιση του σχετικού νόμου παραβιάστηκε το Σύνταγμα, δηλαδή αν είναι αντισυνταγματικός ο νόμος περί τηλεοπτικών αδειών που έδωσε την εξουσία στον Υπουργό να προκηρύξει διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες, δεδομένου ότι το Σύνταγμα προβλέπει ως αρμόδιο για το σκοπό αυτό το ΕΣΡ. Κατά τη γνώμη μου, η προσφυγή θα κριθεί «ουσιαστικά αβάσιμη» και θα απορριφθεί, οπότε θα θεωρηθεί συνταγματικός ο νόμος για τις τηλεοπτικές άδειες. Κι αυτό γιατί ήταν αντικειμενικά αδύνατη η σύσταση του ΕΣΡ (λόγω της άρνησης της Ν.Δ.να συμπράξει στο σχηματισμό του), οπότε, δυνάμει του «δικαίου της ανάγκης» -υπάρχει σχετική θεωρία σε όλα τα ευρωπαϊκά «δημόσια δίκαια»- καλώς έπραξε η Κυβέρνηση και ενήργησε σύμφωνα με το Σύνταγμα, ψηφίζοντας το νόμο περί τηλεοπτικών αδειών που έδωσε την εξουσία αυτή στον αρμόδιο υπουργό κ. Ν. Παπά, προκειμένου να δοθεί ένα τέλος στην χρονίζουσα παρανομία στο καθεστώς των τηλεοπτικών αδειών. Διατηρώ μια επιφύλαξη ως προς μια πιθανή κήρυξη αντισυνταγματικότητας του περιορισμού των τηλεοπτικών αδειών στις τέσσερις.-
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου