Απλά μαθήματα Πολιτικής Δικονομίας (ή Οι παραλογισμοί του νέου νομοσχεδίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας)
(ή Οι παραλογισμοί του νέου νομοσχεδίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας)
1. Οι χρονίζουσες εκκρεμείς υποθέσεις και οι βεβιασμένες λύσεις
Απ' ό,τι φαίνεται, το Υπουργείο Δικαιοσύνης θέλει να τελειώνει όπως-όπως με τις χιλιάδες χρονίζουσες εκκρεμείς αστικές υποθέσεις στα δικαστήρια (και μάλιστα προς όφελος των τραπεζών) και γι αυτό, με το πρόσφατο νομοσχέδιο για τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ο οποίος ρυθμίζει τη διαδικασία στα αστικά Δικαστήρια), υιοθετεί εξπρές διαδικασίες "περαίωσης" των δικών, στερώντας, μεταξύ άλλων, από τους διαδίκους τη δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων και θεσπίζοντας ως κύριο αποδεικτικό μέσο τις ένορκες βεβαιώσεις (=έγγραφες ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, που λαμβάνονται σε συμβολαιογράφους, εκτός του Δικαστηρίου, που σημαίνει αδιαφάνεια και πρόσθετο κόστος για τον πολίτη) αντί των δημόσιων και προφορικών ενόρκων μαρτυρικών καταθέσεων που πραγματοποιούνται στο ακροατήριο του δικαστηρίου, όπου ο δικαστής και οι δικηγόροι χρησιμοποιώντας τις γνώσεις και την εμπειρία τους, υποβάλλουν σ' αυτούς τις κατάλληλες ερωτήσεις και, τελικά, ο δικαστής μπορεί να αξιολογήσει την αξιοπιστία τους και να τη συνυπολογίσει στην έκδοση της δικαστικής απόφασης. Κι όλα αυτά, μόλις λίγα χρόνια μετά την ολοκλήρωση του εξοπλισμού των δικαστικών αιθουσών με μικρόφωνα, συστήματα φωνοληψίας και καταγραφής των καταθέσεων των μαρτύρων και των λοιπών παραγόντων της δίκης, καθώς και σύνταξης των σχετικών λεπτομερειακών πρακτικών, ώστε ακριβώς να διασφαλίζεται η πληρότητα και η ακρίβεια των όσων λέχθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου.
Όλοι γνωρίζουμε ότι, στην πράξη, οι μάρτυρες είναι το συνηθέστερο αλλά και το επισφαλέστερο αποδεικτικό μέσο ενώ συχνά η ψευδομαρτυρία οφείλεται όχι σε σκόπιμη διάθεση παραπλάνησης αλλά σε εξωγενείς παράγοντες και κυρίως σε μειωμένες ικανότητες ή δυνατότητες ή σε ψυχολογικές ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου μάρτυρα, όπως π.χ. η ελλιπής μόρφωση, η επιπολαιότητα, η μεγάλη ηλικία, οι ατέλειες της μνήμης, η ασθενής ικανότητα αντίληψης, η διάθεση μυθοπλασίας, κλπ. Επομένως, χρειάζεται μεγάλη περίσκεψη και προσοχή στην αξιολόγηση της βαρύτητας αυτής καθαυτής της μαρτυρικής κατάθεσης, αφού σε μεγάλο βαθμό η ορθότητα των δικαστικών αποφάσεων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ορθή στάθμιση της αξιοπιστίας των μαρτύρων.
Συνεπώς, όταν με νόμο γενικεύεται η χρήση των ενόρκων βεβαιώσεων, δηλαδή γραπτών καταθέσεων που συντάσσονται καθ' ολοκληρίαν από τους δικηγόρους, λαμβάνονται εκτός του Δικαστηρίου και απλώς υπογράφονται ενόρκως από τους μάρτυρες ενώπιον ενός Συμβολαιογράφου, είναι προφανές ότι η χρήση τους εμπερικλείει πολύ περισσότερους κινδύνους μεθόδευσης, σκοπιμότητας και ψευδομαρτυρίας, συνεπώς και εσφαλμένων δικαστικών αποφάσεων, αφού στις ένορκες αυτές βεβαιώσεις δεν υπάρχει η δυνατότητα ελέγχου της αξιοπιστίας τους μέσω των διευκρινιστικών ερωτήσεων και της ψυχολόγησης του μάρτυρα, γεγονός, άλλωστε, που έχει ιστορικό προηγούμενο στις κατά καιρούς τροποποιήσεις και παλλινδρομήσεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
2. Η αμαρτωλή ιστορία των ενόρκων βεβαιώσεων
Όπως ήδη προαναφέρθηκε, η ένορκη βεβαίωση είναι ένα γραπτό κείμενο το οποίο, στην πράξη, συντάσσει ο δικηγόρος στο γραφείο του και απλώς υπογράφεται ενόρκως από ένα μάρτυρα ενώπιον ενός Συμβολαιογράφου (εκτός του Δικαστηρίου), ώστε να χρησιμοποιηθεί αργότερα στο δικαστήριο για την απόδειξη των ισχυρισμών ενός διαδίκου.
Οι ένορκες βεβαιώσεις αρχικά θεωρούνταν απλά μαρτυρικά έγγραφα ("εκμαρτύρια"), όπως περίπου π.χ. μια ιδιωτική επιστολή, από την οποία το Δικαστήριο μπορούσε να βγάλει απλώς συμπεράσματα (τεκμήρια) σχετικά με τα αποδεικτέα θέματα μιας υπόθεσης και δεν είχαν την αυξημένη βαρύτητα της μαρτυρικής κατάθεσης που λαμβάνεται ενόρκως στο ακροατήριο του δικαστηρίου, ύστερα από ερωτήσεις που υποβάλλει το Δικαστήριο και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι στο μάρτυρα που καταθέτει. Επειδή όμως στην πράξη οι ένορκες βεβαιώσεις χρησιμοποιήθηκαν καταχρηστικά, δηλαδή για την καταστρατήγηση του περιορισμού της εμμάρτυρης απόδειξης (αφού δεν είχαν τους αντίστοιχους περιορισμούς των μαρτυρικών καταθέσεων λόγω ύψους ποσού ή είδους διαφορών) ενώ απ' την άλλη λαμβάνονταν σοβαρά υπόψη από τα δικαστήρια, υποκαθιστώντας έτσι τις καταθέσεις των μαρτύρων, καταργήθηκαν από την τακτική διαδικασία.
Αργότερα, όμως, το έτος 1971 στα πλαίσια των εκτεταμένων τροποποιήσεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, οι ένορκες βεβαιώσεις επανήλθαν, αλλά μόνο στις ειδικές διαδικασίες των εργατικών και ορισμένων μισθωτικών διαφορών. Αργότερα, το 1984 επανήλθαν και στην τακτική διαδικασία του Ειρηνοδικείου και του Μονομελούς Πρωτοδικείου, από δε το 2001 και στην τακτική διαδικασία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Έτσι γενικεύτηκε η χρήση τους, η οποία υπαγορεύτηκε από τη αδυναμία να εξετάζονται περισσότεροι μάρτυρες στα ασφυκτικά χρονικά περιθώρια της δίκης, με αποτέλεσμα οι ένορκες βεβαιώσεις να αποτελέσουν το πιο αναξιόπιστο, επικίνδυνο και επισφαλές αποδεικτικό μέσο, που αντικατέστησε ένα επίσης αναξιόπιστο και επικίνδυνο αποδεικτικό μέσο, δηλαδή αυτό της κανονικής προφορικής μαρτυρικής κατάθεσης που γίνεται ενόρκως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου. Όμως, τα μειονεκτήματα του τελευταίου μετριάζονται, εφόσον οι ένορκες προφορικές καταθέσεις των μαρτύρων λαμβάνουν χώρα ενώπιον του Δικαστή και των δικηγόρων οι οποίοι υποβάλλουν ερωτήσεις για τη διακρίβωση της αλήθειας και, τελικά, εκτιμώνται ανάλογα από το Δικαστή, αφού αξιολογηθεί η αξιοπιστία, η ειλικρίνεια, η σαφήνεια και η πληρότητα της μαρτυρικής κατάθεσης. Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο στις ένορκες βεβαιώσεις, όπου ο κάθε μάρτυρας μπορεί να καταθέτει ό,τι συμφέρει τον διάδικο υπέρ του οποίου καταθέτει, ανεξάρτητα αν αυτό είναι αληθές ή ψευδές χωρίς να φοβάται τις ερωτήσεις του δικαστή και των δικηγόρων στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, που, πιθανώς, να τον κάνουν να περιπέσει σε αντιφάσεις για να ανασύρουν την αλήθεια ή την ψευδομαρτυρία του και χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο να αποκαλυφθεί μπροστά στο Δικαστήριο.
Επιπρόσθετα, όμως, υπάρχουν βάσιμες αμφιβολίες κατά πόσο οι ένορκες βεβαιώσεις συμβιβάζονται προς το άρθρο 61 της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), που θέλει τον διάδικο υποκείμενο (=ομιλούντα και ακουόμενο) και όχι αντικείμενο της διαδικασίας, αφού με τις ένορκες βεβαιώσεις υφίσταται τις δυσμενείς συνέπειες της κατάθεσής του χωρίς να μπορεί να του υποβάλει ερωτήσεις.
Γι' αυτούς τους λόγους λοιπόν, οι ένορκες βεβαιώσεις δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να υποκαταστήρουν τις μαρτυρικές καταθέσεις, διότι αυτό θα αποτελέσει ένα επιπλέον λόγο για την έκδοση άδικων, κακών, πλημμελών και εσφαλμένων δικαστικών αποφάσεων!
Με το Ν. 4842/2021 τροποποιείται ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας παγιώνοντας τη δυνατότητα κατάθεσης ένορκης βεβαίωσης ενώπιον Δικηγόρου, η οποία πλέον αποτελεί αποδεικτικό μέσο ενώπιον του Δικαστηρίου.
το άρθρο 421 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 421 Οι διάδικοι μπορούν να προσκομίσουν προαποδεικτικώς ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον αυτές λαμβάνονται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή δικηγόρου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα ή ενώπιον του προξένου της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα κατά τη διαδικασία των άρθρων 422 έως 424. Η ένορκη βεβαίωση, που λαμβάνεται ενώπιον δικηγόρου, δεν μπορεί να ληφθεί ενώπιον των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων. Αμέσως μετά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης, ο δικηγόρος ενώπιον του οποίου αυτή δόθηκε την αποστέλλει ηλεκτρονικά στον δικηγορικό σύλλογο στον οποίο ανήκει και λαμβάνει ηλεκτρονική απόδειξη λήψης. Με την ηλεκτρονική απόδειξη η ένορκη βεβαίωση αποκτά βέβαιη χρονολογία και μοναδικό αριθμό. Ο δικηγόρος χορηγεί αντίγραφα της ένορκης βεβαίωσης μαζί με την ως άνω ηλεκτρονική απόδειξη λήψης. Όμοια αντίγραφα χορηγεί και ο οικείος δικηγορικός σύλλογος μέσω της διαδικτυακής πύλης portal.olomeleia.gr. Τα αρχεία των ένορκων βεβαιώσεων που λαμβάνονται ενώπιον δικηγόρου τηρούνται στους οικείους δικηγορικούς συλλόγους, σύμφωνα με αποφάσεις των διοικητικών τους συμβουλίων.».
3. Λοιπά απαράδεκτα μέτρα του νομοσχεδίου
Παράλληλα, στο ίδιο νομοσχέδιο, προβλέπεται η επιβολή περιορισμών και η αύξηση του οικονομικού κόστους άσκησης των ενδίκων μέσων, η σύντμηση των προθεσμιών τους, η προνομιακή μεταχείριση των τραπεζών στους πλειστηριασμούς (από το εκπλειστηρίασμα ικανοποιούνται προνομιακά οι τράπεζες και ακολουθεί το Δημόσιο, οι ασφαλιστικοί οργανισμοί κλπ.) και τα αυξημένα παράβολα, μέτρα που δυσχεραίνουν απαράδεκτα την άσκηση των δικαιωμάτων των διαδίκων και ανεβάζουν γενικά το κόστος της δικαιοσύνης. Τα μέτρα αυτά, όμως, δεν συμβιβάζονται με το δικαίωμα ελευθερης πρόσβασης στο φυσικό δικαστή, που πρέπει να έχει κάθε πολίτης ανεξαρτήτως εισοδήματος (πολύ δε περισσότερο τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα), παρεμποδίζουν την πρόσβαση στη δικαιοσύνη και την ορθή απονομή της, στερούν από τους διαδίκους τη δυνατότητα άμυνας και άσκησης όλων των ενδίκων μέσων, εξομοιώνουν τη δίκη με μια απλή διοικητική διεκπεραίωση οικονομικών υποθέσεων και επιδεικνύουν μια αδικαιολόγητη και αμφισβητούμενης συνταγματικότητας προνομιακή μεταχείριση των τραπεζών.
4. Να καταργήσουμε και τις δικαστικές αίθυσες;
Αν προεκτείνουμε τις ιδεολογικές πηγές έμπνευσης του προς ψήφιση νομοσχεδίου, σε λίγα χρόνια, για μεγαλύτερη απλούστευση και επιτάχυνση των δικών, θα πρέπει να καταργήσουμε ακόμη και τις αίθουσες των δικαστηρίων ως περιττές. Κι αυτό γιατί κύριος σκοπός τους είναι η δημοσιότητα και η προφορικότητα των συνεδριάσεων, δηλαδή, κυρίως, των αποδεικτικών μέσων, συνεπώς, κυρίως, των μαρτυρικών καταθέσεων, δεδομένου ότι όλες σχεδόν οι υπόλοιπες σημαντικές διαδικαστικές πράξεις (π.χ. η αγωγή και τα πάσης φύσεως ένδικα βοηθήματα, οι προτάσεις, οι πραγματογνωμοσύνες, τα αποδεικτικά έγγραφα κλπ.) είναι γραπτές και πραγματοποιούνται εκτός του δικαστηρίου. Αν όμως και οι μαρτυρικές καταθέσεις γίνουν έγγραφες, τότε δεν υπάρχει λόγος ύπαρξης δικαστικών αιθουσών με έδρανα, καρέκλες και χώρους αναμονής, αφού πλέον οι δικογραφίες θα προετοιμάζονται εκτός δικαστηρίου και θα είναι δυνατό να εκδίδονται οι δικαστικές αποφάσεις ύστερα από την απλή συνεργασία και επικοινωνία των δικηγορικών γραφείων με τα γραφεία των δικαστών, οι οποίοι θα μελετούν απλώς τις σχημτιζόμενες με τον τρόπο αυτό δικογραφίες και στησυνέχεια θα εκδίδονται οι δικαστικές αποφάσεις από το δικαστή ο οποίος θα εργάζεται μόνος του απομονωμένος στο γραφείο του μακριά από την άμεση επαφή με τους παράγοντες της δίκης, τους μάρτυρες και την ίδια την κοινωνία!
5. Προτάσεις
Αντί των παραπάνω αντισυνταγματικών, αντικοινωνικών, άδικων και παράλογων επιχειρούμενων ρυθμίσεων του νομοσχεδίου, ορθότερο είναι:
- να προσληφθούν δικαστές και γραμματείς -δόξω τω Θεώ υπάρχουν αρκετοί διαθέσιμοι πτυχιούχοι νομικών σχολών,
- να διευρυνθεί, απλουστευθεί και επεκταθεί η ηλεκτρονική κατάθεση των δικογράφων και η εισαγωγή της πληροφορικής σε όλες τις δικονομικές φάσεις της δίκης,
- να διευρυνθεί το ωράριο λειτουργίας των δικαστηρίων, έτσι ώστε η εκδίκαση των υποθέσεων να γίνεται και μετά τις 3 το απόγευμα και μέχρι το βράδυ και
- τα δικαστήρια να λειτουργούν ακόμα και τα Σάββατα!
Ποτέ δεν κατάλαβα απο που προκύπτει, εκτός αν όχι από μια τεμπέλικη και χαβαλετζίδικη δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία, ότι στις 3 μ.μ. ώρα (δηλαδή στις 2 μ.μ. και στην πράξη 1 μ.μ. ή και νωρίτερα) πρέπει να σταματούν οι συνεδριάσεις στα ακροατήρια των δικαστηρίων! Οι Κυριακές, οι εορτές και οι αργίες είναι ήδη υπεραρκετός χρόνος για ξεκούραση, αναψυχή και εκκλησιασμό για όσους πιστούς το επιθυμούν...
Με αυτά τα προτεινόμενα απλά μέτρα, και όχι με το προτεινόμενο νομοσχέδιο, μπορεί να επιτευχθεί και η επιτάχυνση της επίλυσης των δικαστικών διαφορών και η ορθότερη απονομή της δικαιοσύνης αλλά και να ενισχυθεί και εμπεδωθεί το περί δικαίου συναίσθημα των πολιτών και να αυξηθούν τα έσοδα του Δημοσίου, ενώ θα δημιουργηθούν και χρήσιμες και παραγωγικές θέσεις εργασίας, αφού θα προσφέρουν στους πολίτες πραγματικό έργο και υπηρεσίες δικαιοδοτικής λειτουργίας που θα απελευθερώσουν από τις δικαστικές εμπλοκές με πνεύμα ισότητας και δικαιοσύνης τις παραγωγικές μονάδες της χώρας και τα νοικοκυριά.
Υ.Γ. Και κάποια στιγμή πρέπει να πάψει οριστικά η κατά την τελευταία εικοσαετία συστηματικά ακολουθούμενη άθλια, αντικοινωνική, αντιεπιστημονική, αντισυνταγματική και άδικη (για τον εκάστοτε αδικηθέντα και θύμα ποινικού αδικήματος) πρακτική της Πολιτείας, να νομοθετεί παρεμβαίνοντας ανεπίτρεπτα στα έργα της δικαστικής λειτουργίας, ώστε να μπαίνουν στο αρχείο εκκρεμείς μηνύσεις, δίκες και δικογραφίες, που αφορούν χιλιάδες πταίσματα και πλημμελήματα, με αιτιολογία την "αποσυμφόρηση" των δικαστηρίων
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου