Οι διερευνητικές εντολές και οι εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας και του Πρωθυπουργού.
1. Έννοια της διερευνητικής εντολής.
Ο όρος "διερευνητικές εντολές", που κατά κόρον χρησιμοποιείται τις τελευταίες ημέρες στην τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα για να υποδηλώσει τη διαδικασία συνεννόησης και συναίνεσης των κομμάτων για τη διέξοδο από την πολιτική κρίση, δεν έχει τυπική νομική (συνταγματική) ισχύ, πλην όμως χρησιμοποιείται με την αμιγώς πολιτική έννοια του όρου, για να υποδηλώσει την προσπάθεια του Πρωθυπουργού και του Προέδρου της Δημοκρατίας για το σχηματισμό μιας κυβέρνησης ευρύτερης κοινοβουλευτικής αποδοχής (ή ευρύτερης συναίνεσης, εθνικής σωτηρίας, εθνικής ή εκτάκτου ανάγκης κλπ). Η διαδικασία αυτή δεν είναι τυποποιημένη σε κάποια συνταγματική διάταξη, καθώς αποτελεί μια αμιγώς πολιτική πρωτοβουλία, αρμονική με το Σύνταγμα, χωρίς προδιαγεγραμμένες ουσιαστικές ή τυπικές προϋποθέσεις ή διαδικαστικά στάδια.
Αντίθετα, η "διερευνητικές εντολές" που προβλέπει το άρθρο 37 του Συντάγματος, παρέχονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στον αρχηγό ενός κόμματος, μόνο όταν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και δεν έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή και ακολουθούν ορισμένα τυποποιημένα από το Σύνταγμα διαδικαστικά στάδια. Υπό την τελευταία αυτή έννοια, η διερευνητική εντολή -εντολέας είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και εντολοδόχος ο αρχηγός ενός κόμματος- υποδηλώνει την ανάληψη πολιτικής πρωτοβουλίας από έναν αρχηγό κόμματος για διεξαγωγή συνεννοήσεων μεταξύ των κομμάτων, και μάλιστα σε περιορισμένο χρονικό πλαίσιο (τριήμερο), ώστε να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Η εντολή αυτή δίνεται διαδοχικά στους αρχηγούς των κομμάτων, με κριτήριο την κοινοβουλευτική δύναμη του κόμματός τους, ώστε να διερευνήσουν τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Πρωθυπουργός μπορεί να γίνει είτε ο φορέας της εντολής είτε τρίτο πρόσωπο το οποίο θα υποδείξει ο τελευταίος με τη συναίνεση όσων κομμάτων θα στηρίξουν την κυβέρνηση.
Όμως, όπως είναι προφανές, δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση στην παρούσα πολιτική συγκυρία, καθόσον ο αρχηγός του πλειοψηφούντος κόμματος έχει ήδη σχηματίσει κυβέρνηση και έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή (253 ψήφους έναντι 298 ψηφισάντων) κατά την ψηφοφορία της 4.11.2011.
2. Η διερευνητική εντολή στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία.
Στο πλαίσιο της παρούσας κρίσιμης πολιτικής συγκυρίας που χαρακτηρίζεται από μια πρωτοφανή εσωτερική πολιτική και οικονομική κρίση (πόλωση των κομμάτων, απειλή χρεωκοπίας και συνεχείς δανεισμοί της χώρας μας, έντονη λαϊκή δυσαρέσκεια λόγω των μέτρων λιτότητας και φορολόγησης κλπ) ο Πρωθυπουργός της χώρας, συμμορφούμενος και προς τις προτροπές των ευρωπαίων εταίρων μας, ζήτησε από τα κόμματα της αντιπολίτευσης να συμβάλλουν με τη συναίνεσή τους στην εν γένει διαχείριση της κρίσης (συμβάσεις δανεισμού, μνημόνια, μέτρα λιτότητας κλπ). Στο πλαίσιο αυτό, και αφού ο Πρωθυπουργός ανακάλεσε την απόφασή του για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την παραμονή ή μη της χώρας μας στο ευρώ -ύστερα από τη σκλήρυνση των Ευρωπαίων ηγετών απέναντι στη χώρα μας, οι οποίοι, μαζί και με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, απείλησαν οτι δεν θα δοθεί η έκτη δόση του δανείου- αποφάσισε να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή με σκοπό, αφενός να εξασφαλίσει την πρόσφατη πολιτική νομιμοποίηση της κυβέρνησης και αφετέρου να αναζητήσει ευρύτερη πολιτική συναίνεση για το σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας με Πρωθυπουργό είτε τον ίδιο είτε άλλο πρόσωπου ευρύτερης αποδοχής.
Για το σκοπό αυτό, ο Πρωθυπουργός ζήτησε τη συνδρομή του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος, ενεργώντας ως ρυθμιστής του πολιτεύματος, ιδιότητα που του επιτρέπει και του επιβάλλει να υπερβαίνει τις αντιπαραθέσεις κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, μη υποκείμενος σε νομικές δεσμεύσεις, αποδέχθηκε τη σχετική πρόταση για να συμβάλει στην προσπάθεια σχηματισμού κυβέρνησης ευρύτερης κοινοβουλευτικής αποδοχής.
Όπως ήδη προαναφέρθηκε, η ενέργεια αυτή του Προέδρου της Δημοκρατίας και του Πρωθυπουργού δεν υπάγεται στο ρυθμιστικό πλαίσιο των διερευνητικών εντολών του άρθρου 37 του Συντάγματος, πλην όμως βρίσκεται σε αρμονία με το Σύνταγμα, αφού ούτε απαγορεύεται ρητά, ούτε έρχεται σε σύγκρουση με το πνεύμα κάποιας συνταγματικής διάταξης. Αντίθετα, ως προσπάθεια κατευνασμού της πόλωσης των πολιτικών κομμάτων και εξασφάλισης μιας ευρύτερης κοινοβουλευτικής και αντίστοιχης λαϊκής συναίνεσης, εναρμονίζεται πλήρως με το Σύνταγμα και συμβάλλει στην πολιτική ομαλότητα και στην προσπάθεια διεξόδου από την κρίση.
3. Η πιθανή παραίτηση του Πρωθυπουργού και οι συνέπειες
Αν ο Πρωθυπουργός αποτύχει να σχηματίσει ο ίδιος κυβέρνηση ευρύτερης αποδοχής και, εξ αυτού του λόγου, παραιτηθεί -εννοείται ότι η σχετική απόφαση ανήκει αποκλειστικά στον ίδιο και επαφίεται στη δική του πολιτική κρίση, αφού κάτι τέτοιο δεν του επιβάλλεται από συνταγματικό κανόνα- τότε, σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ. 2 του Συντάγματος, «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει Πρωθυπουργό αυτόν που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος στο οποίο ανήκει ο απερχόμενος Πρωθυπουργός, εφόσον αυτό διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών». Η πρόταση γίνεται το αργότερο σε τρεις ημέρες από την παραίτηση του Πρωθυπουργού.
Σε ό,τι αφορά τη διαδικασία εκλογής του νέου Πρωθυπουργού, δεν υπάρχουν σχετικές δεσμευτικές ρυθμίσεις ούτε στο Σύνταγμα ούτε στον Κανονισμό της Βουλής, οπότε το ζήτημα θα αντιμετωπισθεί αυτόνομα από την κοινοβουλευτική ομάδα του κυβερνώντος κόμματος στο πλαίσιο του καταστατικού της και της σχετικής πρακτικής που έχει, πιθανώς, διαμορφωθεί κατά το παρελθόν σε παρόμοιες περιπτώσεις.
4. Η παραίτηση της κυβέρνησης συνολικά.
Σε περίπτωση συνολικής παραίτησης της κυβέρνησης και εφόσον επρόκειτο για κυβέρνηση κόμματος που διαθέτει την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, με επικεφαλής της τον αρχηγό του κόμματος, τότε είναι εκ προοιμίου ανέφικτος ο σχηματισμός άλλης κυβέρνησης η οποία να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής, οπότε ακολουθεί το στάδιο της σύσκεψης των αρχηγών των κομμάτων, χωρίς τη μεσολάβηση διερευνητικών εντολών, προκειμένου να επιδιωχθεί ο σχηματισμός «οικουμενικής» εκλογικής κυβέρνησης. Αν τούτο δεν επιτευχθεί τότε δεν σχηματίζεται εκλογική κυβέρνηση της ευρύτερης δυνατής αποδοχής υπό τον Πρόεδρο ενός από τα τρία ανώτατα δικαστήρια. Δηλαδή, η παραίτηση της κυβέρνησης όταν ο Πρωθυπουργός είναι αρχηγός του απόλυτα πλειοψηφούντος κόμματος στη Βουλή ισοδυναμεί με διάλυση της τελευταίας με κυβερνητική πρωτοβουλία.
Αθήνα 5 Νοεμβρίου 2011
Κίμων Αλεξόπουλος
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου